καλοπουλώ

καλοπουλώ
(α) μετ. продавать по выгодной цене

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "καλοπουλώ" в других словарях:

  • καλοπουλώ — και καλοπουλάω καλοπούλησα, καλοπουλήθηκα, καλοπουλημένος, πουλώ κάτι σε ικανοποιητική τιμή: Καλοπουλήθηκαν φέτος τα καπνά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλοπουλώ — και καλοπουλάω πουλώ κάτι εύκολα και σε καλή, ικανοποιητική τιμή, ακριβοπουλώ, μοσχοπουλώ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»